ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΗΜΟΝΗΣΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗΣ
Είμαστε αυτό που σκεφτόμαστε.
Γινόμαστε αυτό που πιστεύουμε .
Η ζωή μας είναι αυτό που οραματιζόμαστε
Η ζωή μας είναι αυτό που αποφασίζουμε.
Μπορούμε να αλλάξουμε τη ζωή μας αλλάζοντας τις σκέψεις μας.
Οι σκέψεις και τα λόγια μας είναι πανίσχυρα.
Ανάλογα με τις σκέψεις που κάνουμε και τα λόγια που λέμε πλάθουμε τη ζωή μας.
Μόνον εμείς έχουμε τον απόλυτο έλεγχο των σκέψεων και των λόγων μας,
επειδή μόνον εμείς ορίζουμε τη σκέψη μας·
κι αυτός είναι ο λόγος που είμαστε τόσο δυνατοί.
1. Ας σημειώσουμε εξαρχής προς αποφυγή παρεξηγήσεων ότι οι όροι θλίψη- κατάθλιψη στο κείμενο αυτό χρησιμοποιούνται περισσότερο με την εμπειρική σημασία τους παρά με την κλινική.
2. Επειδή η διάγνωση δεν γίνεται με εργαστηριακό τρόπο και βασίζεται στην συμπτωματολογία, συμβαίνει πολλές από τις παραπάνω έννοιες να επικαλύπτονται, με συνέπεια να προκαλείται σύγχυση.
1. Ηδονή και οδύνη.
Οι λέξεις είναι σαν τα βαγόνια του τραίνου, τα οποία είναι άδεια και εμείς τα γεμίζουμε, δηλ. με τις έννοιες που προσδίδουμε στις λέξεις διότι η λέξη εκφράζει ένα νόημα. Γι αυτό πριν από κάθε συζήτηση καλό θα ήταν να δούμε τι εννοούμε με τις λέξεις θλίψη και κατάθλιψη. Κι οι δύο λέξεις περιέχουν την θλίψη που θα πει σφίξιμο, συμπίεση, συντριβή, όπως για παράδειγμα η πίεση, θλίψη, των ελαιοκάρπων δίνει το λάδι και η θλίψη του μετάλλου δίνει το σχήμα· έτσι, λοιπόν, στην πιο βαρεία εκδοχή της θλίψεως, με όλες τις παραπάνω σημασίες, έχουμε την κατάθλιψη. Αυτά σε επίπεδο εννοιών, γιατί στην πράξη χρησιμοποιούμε τις λέξεις αυτές για να περιγράψουμε εσωτερικές καταστάσεις, οπότε και το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι, η θλίψη ως απλή πίεση και η κατάθλιψη ως υπερβολική και παρατεταμένη πίεση, τι είδους δυνάμεις εκφράζουν και τέλος που και πως ασκούνται.
Στο σημείο αυτό ανακαλύπτουμε ότι οι λέξεις έχουν μεταφορική σημασία και εκφράζουν μια κατάσταση ή ένα συναίσθημα που παρομοιάζεται με τα παραπάνω. Δώσαμε το όνομα αυτό, θλίψη, στο συναίσθημα της εσωτερικής πιέσεως που δοκιμάζουμε όταν δεν αισθανόμαστε καλά, όταν φόβοι μας κατακλύζουν, όταν βιώνουμε την απώλεια ή την αποτυχία. Πολλές φορές τα συναίσθημα αυτό διαρκεί και βλέπουμε να μας επηρεάζει σε όλες τις δραστηριότητες της ζωής και τελικά να δίνει άλλο χρώμα και τάση στην ζωή μας όλη και τότε μιλούμε για κατάθλιψη.
Στην καθομιλουμένη, λοιπόν, όταν λέμε ότι «σήμερα έχω κατάθλιψη», «είμαι στεναχωρημένος», «νιώθω λυπημένος», «δεν έχω κέφι», «αυτός ο άνθρωπος σου φέρνει κατάθλιψη» ή «νιώθω μελαγχολικά», στην ουσία αναφερόμαστε σε μια κατάσταση που έχει να κάνει με την διάθεσή μας. Η διάθεση είναι ένα συναίσθημα και γι' αυτό συνήθως χρησιμοποιούμε τον όρο «νιώθω» για να το περιγράψουμε. Η διάθεσή μας είναι καταθλιπτική ή μελαγχολική όταν είμαστε λυπημένοι για κάτι.
Το αντίθετό της θεωρούμε ότι είναι η χαρά ή η ευτυχία. Μπορούμε, λοιπόν, να δούμε ότι υπάρχει μια κλίμακα διαβάθμισης που στο ένα άκρο έχει την χαρά και στο άλλο την λύπη. Όσο πιο κοντά βρισκόμαστε προς την τελευταία τόσο πιο στεναχωρημένοι νιώθουμε, τόσο πιο μελαγχολικά και καταθλιπτικά αισθανόμαστε.
Για όλα αυτά υποφέρουμε και πάσχουμε, ή με άλλα λόγια θλιβόμαστε· αισθανόμαστε δηλ. «άβολα» και μια ακαθόριστη εσωτερική πίεση, η οποία άλλοτε είναι πρόσκαιρη ή παρατεταμένη· το τελευταίο είναι αυτό που χρωματίζει τελικά και διακρίνει την θλίψη από την κατάθλιψη. Γιατί, όμως, όλα αυτά, ή κατά την διατύπωση του απ. Ιακώβου του αδελφοθέου, «π?θεν π?λεμοι κα? μ?χαι ?ν ?μ?ν;» (4,1)
Την απάντηση που δίνει ο απόστολος Ιάκωβος, υπό μορφήν ερωτήσεως πάλι, είναι ότι όλα αυτά προέρχονται, «?κ τ?ν ?δον?ν ?μ?ν τ?ν στρατευομ?νων ?ν το?ς μ?λεσιν ?μ?ν; ?πιθυμε?τε, κα? ο?κ ?χετε? φονε?ετε κα? ζηλο?τε, κα? ο? δ?νασθε ?πιτυχε?ν? μ?χεσθαι κα? πολεμε?τε, κα? ο?κ ?χετε, δι? τ? μ? α?τε?σθαι ?μ?ς» (Ιακ. 4,1-3), υπογραμμίζοντας έτσι την βασική αιτία της μόνιμης και διάχυτης δυσαρέσκειας, η οποία προέρχεται από τις αλλεπάλληλες ματαιώσεις, αποτυχίες, όλων των στόχων και επιδιώξεων διότι πηγάζουν από την φιλαυτία και τον ναρκισσισμό μας. Η άρνηση του πόνου για την επίτευξη του σκοπού μας, η οκνηρία (όκνους αίρω), οδηγεί στην πονηρία (πόνους αίρω), και καταλήγει στην ματαίωση, διότι «α?τε?τε κα? ο? λαμβ?νετε, δι?τι κακ?ς α?τε?σθε, ?να ?ν τα?ς ?δονα?ς ?μ?ν δαπαν?σητε», (Ιακ. 4, 4). Η συνέπεια, λοιπόν, όλων αυτών είναι μια μόνιμη κατάθλιψη για όλα όσα βιώνουμε ως ματαίωση. Ο φίλαυτος άνθρωπος διογκώνεται με «παραμύθια», υπερηφανεύεται για αυτά που δεν έχει και ύστερα όταν αποτυχαίνει να «κτίσει τα σύννεφα» πέφτει σε βαθεία μελαγχολία. Ο απ. Ιάκωβος με πολλή ενάργεια χαρακτηρίζει τους ανθρώπους αυτούς ως δίψυχους, που είναι και η πρωιμότερη περιγραφή της διπολικής διαταραχής, ή μανιοκαταθλίψεως διαφορετικά, «? Θε?ς ?περηφ?νοις ?ντιτ?σσεται, ταπεινο?ς δ? δ?δωσι χ?ριν.... καθαρ?σατε χε?ρας ?μαρτωλο? κα? ?γν?σατε καρδ?ας δ?ψυχοι. Ταλαιπωρ?σατε κα? πενθ?σατε κα? κλα?σατε? ? γ?λως ?μ?ν ε?ς π?νθος μεταστραφ?τω κα? ? χαρ? ε?ς κατ?φειαν. Ταπειν?θητε ?ν?πιον το? Κυρ?ου, κα? ?ψ?σει ?μ?ς.( 4,6-10)[1].
Κατά τον άγ. Μάξιμο Ομολογητή η ιστορία της πτώσεως του ανθρώπου περιλαμβάνει τρία στάδια, προηγήθηκε η λήθη του Θεού, οποία έφερε την οκνηρία[2] και τέλος ήρθε η πτώση. Από τότε ο μεταπτωτικός άνθρωπος στην προσπάθεια του να πετύχει την ηδονή, να αισθανθεί καλά, αρνείται τον ανάλογο κόπο με συνέπεια να βιώνει μονίμως την οδύνη της αποτυχίας του. Για τον λόγο αυτό ας μη κατηγορούμε τον Θεό για τις αποτυχίες μας: «μηδε?ς πειραζ?μενος λεγ?τω ?τι ?π? Θεο? πειρ?ζομαι? ? γ?ρ Θε?ς ?πε?ραστ?ς ?στι κακ?ν, πειρ?ζει δ? α?τ?ς ο?δ?να. ?καστος δ? πειρ?ζεται ?π? τ?ς ?δ?ας ?πιθυμ?ας ?ξελκ?μενος κα? δελεαζ?μενος? ε?τα ? ?πιθυμ?α συλλαβο?σα τ?κτει ?μαρτ?αν, ? δ? ?μαρτ?α ?ποτελεσθε?σα ?ποκ?ει θ?νατον», (Ιακ.1,13-15).
Ο άνθρωπος μπορεί να βγει από αυτόν τον φαύλο κύκλο μόνον αν πηδήξει έξω από τον κύκλο αυτό· να πάψει, δηλ. να ρωτά το γιατί και να αναζητήσει το νόημα όλων αυτών που συμβαίνουν, το οποίο φυσικά απαιτεί προοπτική και βάθος στο ορίζοντα της φαντασίας μας: «μακ?ριος ?ν?ρ ?ς ?πομ?νει πειρασμ?ν? ?τι δ?κιμος γεν?μενος λ?ψεται τ?ν στ?φανον τ?ς ζω?ς, ?ν ?πηγγε?λατο ? Κ?ριος το?ς ?γαπ?σιν α?τ?ν» (Ιακ. 1-12). Για τον λόγο αυτό πιστεύω ότι ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τα τραυματικά γεγονότα της ζωής μας και πως βιώνουμε τις θλίψεις προδικάζει πως θα αντιμετωπίσουμε και τις καταθλιπτικές κρίσεις[3]. Έτσι, λοιπόν, «διαλέγουμε τις χαρές μας και τις θλίψεις μας πολύ πριν τις γευτούμε»[4].
Την δύναμη στον άνθρωπο να μπορεί να θέλει και όχι μονον να εύχεται, διότι βούλομαι θα πει θέλω και πράττω προς τούτο, είναι δώρο του ενανθρωπίσαντος Ιησού Χριστού ο οποίος ως τέλειος Θεός και Άνθρωπος, έχοντας πλήρη την Θεία και Ανθρώπινη θέληση δίνει την δύναμη στον άνθρωπο να μπορεί να θέλει.....
2. Η λύση του δράματος
Από την αρχή της επί γης παρουσίας του Ιησού Χριστού ο πόνος και η θλίψη τον συνόδευαν. Ολίγων μηνών στην ζωή και με τους γονείς του κατέφυγαν στην Αίγυπτο για να σωθούν από την εκδίκηση του Ηρώδη ο οποίος ξέσπασε στην σφαγή των άλλων νηπίων της Βηθλεέμ. Έζησε την προσφυγιά και την εξορία από μικρός... σαν παιδί μεγάλωσε με όλα τα «μη» που μεγάλωνε ένα παιδί της ηλικία του στην Παλαιστίνη. Για να φθάσουμε στην εποχή της δημόσιας δράσης του... ας αναλογισθούμε τούτο μόνο, γιατί έκανε τόσα θαύματα... για να δείξει και αποκαλύψει κάτι, αλλά η βάση όλων ήταν η συμπόνια προς το δράμα του κάθε ανθρώπου...αλλά για να συμπονέσει κανείς πρέπει πρώτα να πονέσει....και ο Ιησούς Χριστός από αγάπη που έγινε άνθρωπος για να σώσει τον άνθρωπο ανέλαβε προσωπικά την υπόθεση του κάθε ανθρώπου. Η έκφραση ότι ο Χριστός είναι «? α?ρων τήν ?μαρτία το? κόσμου», πρωτίστως δηλώνει ότι είναι αυτός που φορτώθηκε τον πόνο όλων μας... διότι είδε την πεθερά του Πέτρου με πυρετό και την θεράπευσε, τον μονάκριβο γιο της χήρας της Ναϊν, την νεαρή κόρη του Ιαείρου, τους τυφλούς, τους παραλύτους, τους δαιμονισμένους, Ανέστησε τον Λάζαρο, χόρτασε τους πεινασμένους... έκλαψε για τον Λάζαρο, την Ιερουσαλήμ και στην Γεθσημανή για όλους τους ανθρώπους. Κι ας μη ξεχνάμε, ότι «η αγάπη της μητέρας του Ιούδα για τον γιο της μήπως ήταν μικρότερη απ την αγάπη της Μαρίας για τον Ιησού», όταν είδε η πρώτη το παιδί της στο δένδρο κρεμασμένο κι η δεύτερη στο σταυρό μήπως πόνεσαν ένιωσαν διαφορετικής ποιότητας πόνο; Γι αυτό μερίμνησε για την μητέρα του πάνω από τον σταυρό ...στον Ιωάννη... «?δού ? μήτηρ σου»! Στην θέση του κάθε πονεμένου έβαλε τον εαυτό Του και άφησε παραγγελία στους μαθητές του ό,τι κι αν κάνουν σε κάθε έναν από τους ελαχίστους το κάνουν σ? Αυτόν (Ματθ. 25,31-46).
Οι θαυμαστές θεραπείες δεν είναι τίποτα άλλο από την πόρτα που ανοίγει σ? έναν άλλο κόσμο. Μας δείχνει ο Χριστός πως θέλει τον άνθρωπο. Από το πρόβλημα του ο κάθε άνθρωπος μπορεί να βγει φτάνει να πιστεύει...όπως εκείνοι έλαβαν την θαυμαστική και ανέλπιστη θεραπεία επειδή πίστευαν ότι μπορεί να τους σώσει, έτσι κι ο κάθε ένας ΟΤΑΝ πιστεύει λαμβάνει.
Η θλίψη, επίσης, ήταν εξαρχής ο μόνιμος σύντροφος της ζωής της Εκκλησίας και των Χριστιανών, και παρακαλώ αδίκως και αναιτίως.... επειδή ήθελαν να είναι Χριστιανοί[5]. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισαν οι Χριστιανοί την θλίψη και τα βάσανα, τους διωγμούς, τις εξορίες και τον θάνατο δίνει τις διαστάσεις του νέου ήθους που επαγγέλλεται ο Χριστός με την Εκκλησία του στον κόσμο. Ενώ, «?γ?νετο δ? ?ν ?κε?ν? τ? ?μ?ρ? διωγμ?ς μ?γας ?π? τ?ν ?κκλησ?αν τ?ν ?ν ?Ιεροσολ?μοις? π?ντες δ? διεσπ?ρησαν κατ? τ?ς χ?ρας τ?ς ?Ιουδα?ας κα? Σαμαρε?ας, πλ?ν τ?ν ?ποστ?λων. συνεκ?μισαν δ? τ?ν Στ?φανον ?νδρες ε?λαβε?ς κα? ?πο?ησαν κοπετ?ν μ?γαν ?π? α?τ?. Σα?λος δ? ?λυμα?νετο τ?ν ?κκλησ?αν κατ? το?ς ο?κους ε?σπορευ?μενος, σ?ρων τε ?νδρας κα? γυνα?κας παρεδ?δου ε?ς φυλακ?ν», η Εκκλησία αντέδρασε με τρόπο πρωτόγνωρο: «o? μ?ν ο?ν διασπάρ?ντες δι?λθον ε?αγγελιζ?μενοι τ?ν λ?γον» (Πράξ. 8,1-4). Και παρακάτω όταν, «κατ? ?κε?νον δ? τ?ν καιρ?ν ?π?βαλεν ?Ηρ?δης ? βασιλε?ς τ?ς χε?ρας κακ?σα? τινας τ?ν ?π? τ?ς ?κκλησ?ας. ?νε?λε δ? ?Ι?κωβον τ?ν ?δελφ?ν ?Ιω?ννου μαχα?ρ?. κα? ?δ?ν ?τι ?ρεστ?ν ?στι το?ς ?Ιουδα?οις, προσ?θετο συλλαβε?ν κα? Π?τρον? ?σαν δ? α? ?μ?ραι τ?ν ?ζ?μων? ?ν κα? πι?σας ?θετο ε?ς φυλακ?ν, παραδο?ς τ?σσαρσι τετραδ?οις στρατιωτ?ν φυλ?σσειν α?τ?ν, βουλ?μενος μετ? τ? π?σχα ?ναγαγε?ν α?τ?ν τ? λα?. ? μ?ν ο?ν Π?τρος ?τηρε?το ?ν τ? φυλακ?», η Εκκλησία πάλι, «προσευχ? δ? ?ν ?κτεν?ς γινομ?νη ?π? τ?ς ?κκλησ?ας πρ?ς τ?ν Θε?ν ?π?ρ α?το?». (Πράξ. 12,1-5).
Αν και ο πόνος και τα προβλήματα είναι σύμφυτα με την ζωή του ανθρώπου, ο τρόπος αντιμετωπίσεως δεν είναι ίδιος απ? όλους τους ανθρώπους· έτσι, λοιπόν, αυτά που για άλλους θεωρούνται κατάρα, από κάποιους άλλους, λιγότερους, εκτιμώνται σαν αφορμή, σαν ένα παράθυρο για να δουν μια άλλη πραγματικότητα. Η νέα, διαφορετική θεώρηση, των Χριστιανών ορίζεται από τον απ. Παύλο με την παρακάτω περιγραφή. Τα γεγονότα, «ο? γ?ρ θ?λομεν ?μ?ς ?γνοε?ν, ?δελφο?, ?π?ρ τ?ς θλ?ψεως ?μ?ν τ?ς γενομ?νης ?μ?ν ?ν τ? ?Ασ??, ?τι καθ? ?περβολ?ν ?βαρ?θημεν ?π?ρ δ?ναμιν, ?στε ?ξαπορηθ?ναι ?μ?ς κα? το? ζ?ν» και η διαφορετική θεώρηση, «?λλ? α?το? ?ν ?αυτο?ς τ? ?π?κριμα το? θαν?του ?σχ?καμεν, ?να μ? πεποιθ?τες ?μεν ?φ? ?αυτο?ς, ?λλ? ?π? τ? Θε? τ? ?γε?ροντι το?ς νεκρο?ς? ?ς ?κ τηλικο?του θαν?του ?ρρ?σατο ?μ?ς κα? ??εται, ε?ς ?ν ?λπ?καμεν ?τι κα? ?τι ??σεται», (Β? Κορ. 1,8-10).
Ο απ. Παύλος μας δίνει με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο το εύρος του φάσματος του πόνου και της θλίψεως, αλλά και το διάφορο τρόπο αντιμετωπίσεως. Όταν δηλ. γράφει στους (Β?) Κορινθίους ότι «?ν παντ? θλιβ?μενοι ?λλ? ο? στενοχωρο?μενοι, ?πορο?μενοι ?λλ? ο?κ ?ξαπορο?μενοι διωκ?μενοι ?λλ? ο?κ ?γκαταλειπ?μενοι, καταβαλλ?μενοι ?λλ? ο?κ ?πολλ?μενοι» (4,8?9), δεν κάνει τίποτα άλλο από το να περιγράφει αυτό που ζούμε όλοι μας. Αλλά, δεν εγκλωβίζεται στο πρόβλημα, με συνέπεια η θλίψη να μη τον οδηγεί στην κατάθλιψη, η απορία- το αδιέξοδο να μη τον οδηγεί στην απόγνωση, οι διώξεις και ο κατατρεγμός να μη προκαλούν το συναίσθημα της απορρίψεως και της εγκαταλείψεως, πρώτα σαν αίσθημα και ύστερα σαν γεγονός, και τέλος η εξουθένωση από τους αντιπάλους να μην οδηγεί στην εσωτερική συντριβή και την εξόντωση.
Με δυο λόγια η θλίψη, πρώτα σαν συναίσθημα που προκαλείται από την εξωτερική δράση του αντιπάλου, μπορεί να επιφέρει την κατάρρευση του εσωτερικού μετώπου, και τότε ως κατάθλιψη να οδηγήσει στην εξωτερική επιβεβαιωτική πράξη του θανάτου. Πρώτα κάποιος παύει να ζει εσωτερικά, παραιτείται, κι ύστερα φαίνονται οι εξωτερικές συνέπειες του θανάτου... Για τον λόγο αυτό δεν υπάρχει «αντικειμενική» αντιμετώπιση των προβλημάτων της ζωής· δηλ. δεν μπορεί κανείς να προδικάσει την αντίδραση του υποκείμενου σ? ένα τραυματικό γεγονός της ζωής όσο και να συμπίπτει με ένα άλλο γεγονός της ζωής κάποιου άλλου συνανθρώπου μας, ή άλλης συγκυρίας της ζωής του ίδιου. Δεν έχουν τόσο σημασία τα γεγονότα, όσο η ποιότητα αντιδράσεως του υποκείμενου. Ο άνθρωπος που πιστεύει έχει άλλη ποιότητα και δύναμη ζωής από έναν άλλο που δεν βλέπει ορίζοντα και νόημα σ? ό,τι βιώνει. Η προτροπή του Χριστού, «δε?τε πρ?ς με π?ντες ο? κοπι?ντες κα? πεφορτισμ?νοι, κ?γ? ?ναπα?σω ?μ?ς. ?ρατε τ?ν ζυγ?ν μου ?φ? ?μ?ς κα? μ?θετε ?π? ?μο?, ?τι πρ??ς ε?μι κα? ταπειν?ς τ? καρδ?? κα? ε?ρ?σετε ?ν?παυσιν τα?ς ψυχα?ς ?μ?ν? ? γ?ρ ζυγ?ς μου χρηστ?ς κα? τ? φορτ?ον μου ?λαφρ?ν ?στιν», (Ματθ. 11,28-30), σαφώς εισάγει μια άλλη προοπτική ζωής.
Τα κύρια χαρακτηριστικά της νέας προοπτικής είναι η γενναιότητα και ο ρεαλισμός. Δεν κλείνουμε τα μάτια στα προβλήματα και στις δυσκολίες, αλλά τα αντιμετωπίζουμε με «άλλον αέρα»... την προοπτική της Αναστάσεως... και όλα αυτά φυσικά μόνο για όσους Τον πιστεύουν.... «κάθε θλίψη ελέγχει την κλίση του θελήματος, αν κλίνει στα δεξιά ή στα αριστερά. Γι? αυτό η θλίψη που μας συμβαίνει λέγεται πειρασμός, επειδή παρέχει πείρα, δηλαδή φανερώνει στον θλιβόμενο τα κρυφά θελήματά του»[6].
Τελειώνοντας, θα δανειζόμουν την διατύπωση του Wittgenstein, ότι «η δουλειά του φιλοσόφου είναι να μάθει στη μύγα πως να βγει από το μπουκάλι» και να πω ότι πάντοτε υπάρχει δυνατότητα, δρόμος και τρόπος να μάθουμε να βγαίνουμε από την κατάθλιψη αρκεί να τολμήσουμε... γιατί «μπορεί κανείς να φυλακιστεί σ? ένα δωμάτιο με ξεκλείδωτη πόρτα, αν τυχόν η πόρτα ανοίγει προς τα μέσα, και δεν του περνάει απ? το μυαλό να τραβήξει, αντί να σπρώχνει»[7].
Αφού ο Χριστός αναστήθηκε δεν υπάρχουν άλυτα προβλήματα, το οποίο πάει να πει ότι με την Ανάσταση του Χριστού δεν υπάρχει χώρος για την υπαρξιακή μας απώλεια και η θλίψη για τον θάνατο δεν εκφυλίζεται ποτέ σε κατάθλιψη μιας και δεν χάνεται τίποτα. Συνεπώς «θαρρο?ντες ο?ν π?ντοτε κα? ε?δ?τες ?τι ?νδημο?ντες ?ν τ? σ?ματι ?κδημο?μεν ?π? το? Κυρ?ου? δι? π?στεως γ?ρ περιπατο?μεν, ο? δι? ε?δους? θαρρο?μεν δ? κα? ε?δοκο?μεν μ?λλον ?κδημ?σαι ?κ το? σ?ματος κα? ?νδημ?σαι πρ?ς τ?ν Κ?ριον. δι? κα? φιλοτιμο?μεθα, ε?τε ?νδημο?ντες ε?τε ?κδημο?ντες, ε??ρεστοι α?τ? ε?ναι. το?ς γ?ρ π?ντας ?μ?ς φανερωθ?ναι δε? ?μπροσθεν το? β?ματος το? Χριστο?, ?να κομ?σηται ?καστος τ? δι? το? σ?ματος πρ?ς ? ?πραξεν, ε?τε ?γαθ?ν ε?τε κακ?ν» (Β? Κορ. 5,6-10).
Το βάρος και το βάθος των προβλημάτων δεν είναι ικανά να περιορίσουν το ορίζοντα που ανοίγει η Ανάσταση του Χριστού και το νέο ήθος που παρέχει η Αποκάλυψη της νέας Ζωής: «?χομεν δ? τ?ν θησαυρ?ν το?τον ?ν ?στρακ?νοις σκε?εσιν, ?να ? ?περβολ? τ?ς δυν?μεως ? το? Θεο? κα? μ? ?ξ ?μ?ν... π?ντοτε τ?ν ν?κρωσιν το? Κυρ?ου ?Ιησο? ?ν τ? σ?ματι περιφ?ροντες, ?να κα? ? ζω? το? ?Ιησο? ?ν τ? σ?ματι ?μ?ν φανερωθ?. ?ε? γ?ρ ?με?ς ο? ζ?ντες ε?ς θ?νατον παραδιδ?μεθα δι? ?Ιησο?ν, ?να κα? ? ζω? το? ?Ιησο? φανερωθ? ?ν τ? θνητ? σαρκ? ?μ?ν. ?στε ? μ?ν θ?νατος ?ν ?μ?ν ?νεργε?ται, ? δ? ζω? ?ν ?μ?ν... ε?δ?τες ?τι ? ?γε?ρας τ?ν Κ?ριον ?Ιησο?ν κα? ?μ?ς δι? ?Ιησο? ?γερε? κα? παραστ?σει σ?ν ?μ?ν», (Β? Κορ. 4,7-14). Και ακόμη περισσότερο, «ε?τε δ? θλιβ?μεθα, ?π?ρ τ?ς ?μ?ν παρακλ?σεως κα? σωτηρ?ας τ?ς ?νεργουμ?νης ?ν ?πομον? τ?ν α?τ?ν παθημ?των ?ν κα? ?με?ς π?σχομεν, κα? ? ?λπ?ς ?μ?ν βεβα?α ?π?ρ ?μ?ν? ε?τε παρακαλο?μεθα, ?π?ρ τ?ς ?μ?ν παρακλ?σεως κα? σωτηρ?ας, ε?δ?τες ?τι ?σπερ κοινωνο? ?στε τ?ν παθημ?των, ο?τω κα? τ?ς παρακλ?σεως», (Β? Κορ. 1,6-7).
Την ειδοποιό διαφορά της κατά Θεόν θλίψεως και την κατά διάβολον καταθλίψεως νομίζω ότι ζωηρότατα μας προσφέρουν τα δύο διαμετρικά αντίθετα παραδείγματα του Φαρισαίου και του Τελώνη, και ακόμη καλύτερα Ιούδα και του Πέτρου[8]. Φαινομενικά και οι δύο πράξεις της αρνήσεως και της προδοσίας μοιάζουν, αλλά μοιάζουν τόσο όσο να μην έχουν τίποτα κοινό! Η διαφορά ευρίσκεται στην ποιότητα της μεταμέλειας του Ιούδα που είναι μια πράξη νευρωτικής ματαίωσης και καταλήγει στην αγχόνη και στην μετάνοια του Πέτρου που προέρχεται από βαθεία συντριβή και εσωτερική μετάνοια. Ο Ιούδας αισθάνεται ότι είναι αποτυχημένος, «ξοφλημένος» και ο Πέτρος ότι έσφαλλε και ζητεί αποκατάσταση, πράγμα που η νευρωτική στάση του Ιούδα θεωρεί αδιανόητη.
Στις διάφορες συνταγές που προσφέρονται από τους ειδικούς, νομίζω ότι η καλύτερη από τον γέροντα Πρφύριο, ο οποίος πολύ απλά συνιστα: «μην αγωνίζεσθε να διώξετε το σκοτάδι. Βρίσκεσθε στο σκοτάδι και θέλετε να απαλλαγείτε; Εσείς τι κάνετε; Διώχνετε με δύναμη το σκοτάδι, το χτυπάτε, αλλ' αυτό δεν φεύγει. Θέλετε φως; Ανοίξτε μια τρυπίτσα και θα έλθει μια ακτίνα του ήλιου, θα έλθει το φως. Αντί να διώχνετε το σκοτάδι, αντί να διώχνετε τον εχθρό, να μην μπει μέσα σας, ανοίξτε τα χέρια στην αγκάλη του Χριστού. Αυτός είναι ο πιο τέλειος τρόπος, να μην πολεμάτε, δηλαδή, απευθείας το κακό, αλλά να αγαπήσετε τον Χριστό, το φως Του, και το κακό θα υποχωρήσει»[9].
Εκείνο που χρειάζεται, λοιπόν, δεν είναι να αλλάξουμε φάρμακα ή γιατρό, αλλά να αλλάξουμε στάση ζωής: «δεν μπορώ πια ν? αναγνωρίσω τον εαυτό μου μέσα σε όλα αυτά, παρά μόνον αν Εσύ είσαι ο συνεκτικός τους κρίκος και το κοινό μέτρο και το νόημα και αυτών κι εκείνων?δεν είναι στα μάτια μας παρά σκόρπια υλικά ΑΝ δεν τα διαποτίζει η παρουσία Σου, ώστε να μπορώ να διακρίνω».
Αρχιμ. Παντελεήμων ?Γ. Τσορμπατζόγλου Δρ. Θ.
[1]. Πρβλ. «?ν?ρ δ?ψυχος ?κατ?στατος ?ν π?σαις τα?ς ?δο?ς α?το?. καυχ?σθω δ? ? ?δελφ?ς ? ταπειν?ς ?ν τ? ?ψει α?το?, ? δ? πλο?σιος ?ν τ? ταπειν?σει α?το?, ?τι ?ς ?νθος χ?ρτου παρελε?σεται», Ιακ. 1,9-10.
[2]. Στην ελληνική και την ρωμαϊκή μυθολογία με το όνομα Όκνος είναι γνωστή μία θεότητα ή θνητός (αντιστοίχως) που προσωποποιούσε την νωθρότητα, την βραδύτητα και την ματαιοπονία (πρβλ. τα επίθετα οκνός, οκνηρός). Ο Όκνος μυθολογείται ως γιος της Μαντώς και του Τιβερίνου, ή ως γιος ή αδελφός του Αυλητή, ενώ αναφέρεται συχνά σε σχέση με τον Άδη. Κατά την παράδοση ίδρυσε την πόλη Μάντοβα ή τη Φελσίνα (τη σημερινή Μπολόνια, Βιργίλιος, Χ 198). Ο ζωγράφος Πολύγνωτος είχε απεικονίσει τον Όκνο στην «Λέσχη των Κνιδίων» στους Δελφούς. Σε ανάγλυφο που βρίσκεται στο Βατικανό, ο θεός παριστάνεται ως μεσήλικας άνδρας που πλέκει ασταμάτητα ένα σχοινί, το οποίο κατατρώει συνεχώς ένας γάιδαρος που βρίσκεται δίπλα του. Η απασχόλησή του θυμίζει το μάταιο γέμισμα του «Πίθου των Δαναΐδων», μαζί με τις οποίες απεικονίζεται πολλές φορές ο Όκνος.
[3]. Πρβλ. H. Loo, Th.Gallada, Κατάθλιψη, έκδ.Τραυλός, Αθήνα 1998, σ. 65.
[4] . Χ. Γκιμπράν, Άμμος και αφρός, έκδ. Ιάμβλιχος, Αθήνα 1997, σ. 68.
[5]. «?Αναμιμν?σκεσθε δ? τ?ς πρ?τερον ?μ?ρας, ?ν α?ς φωτισθ?ντες πολλ?ν ?θλησιν ?πεμε?νατε παθημ?των, το?το μ?ν ?νειδισμο?ς τε κα? θλ?ψεσι θεατριζ?μενοι, το?το δ? κοινωνο? τ?ν ο?τως ?ναστρεφομ?νων γενηθ?ντες. κα? γ?ρ το?ς δεσμο?ς μου συνεπαθ?σατε κα? τ?ν ?ρπαγ?ν τ?ν ?παρχ?ντων ?μ?ν μετ? χαρ?ς προσεδ?ξασθε, γιν?σκοντες ?χειν ?ν ?αυτο?ς κρε?ττονα ?παρξιν ?ν ο?ρανο?ς κα? μ?νουσαν. Μ? ?ποβ?λητε ο?ν τ?ν παρρησ?αν ?μ?ν, ?τις ?χει μισθαποδοσ?αν μεγ?λην. ?πομον?ς γ?ρ ?χετε χρε?αν, ?να τ? θ?λημα το? Θεο? ποι?σαντες κομ?σησθε τ?ν ?παγγελ?αν. ?τι γ?ρ μικρ?ν ?σον, ? ?ρχ?μενος ?ξει κα? ο? χρονιε?. ? δ? δ?καιος ?κ π?στεως ζ?σεται? κα? ??ν ?ποστε?ληται, ο?κ ε?δοκε? ? ψυχ? μου ?ν α?τ?. ?με?ς δ? ο?κ ?σμ?ν ?ποστολ?ς ε?ς ?π?λειαν, ?λλ? π?στεως ε?ς περιπο?ησιν ψυχ?ς», Εβρ. 10, 32-39.
[6]. Φιλοκαλία, 204· Άγιος Μάρκος ο Ασκητής, Τα 226 κεφάλαια περί αυτών που νομίζουν ότι δικαιώνονται από τα έργα τους.
[7] . Πολιτισμός & Αξίες, έκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2000, σ. 70.
[8]. I. Κορναράκης, «Βιβλικά Ψυχογραφήματα», Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 19 (1975) σ. 48-64.
[9]. Βίος και Λόγοι, [Ι. Μ. Χρυσοπηγής], Χανιά 2003.