Carpet Portugal Project  

Καθηγητών

Πως προσλαμβάνουμε τον κόσμο. Ή η δύναμη και η αδυναμία της φαντασίας.

 

   Στην καθημερινότητά μας, τα περισσότερα από αυτά που προσλαμ­βά­νου­με δεν εί­ναι εμπειρίες, αλλά πληροφορίες, με άμεση συνέπεια να στε­ρού­μαστε του νοή­μα­τος που θα δίναμε εμείς σ? αυτά και να δεσμευ­ό­μαστε από την ερμηνεία των ει­δή­σεων-πληροφορίων που μας παρέ­χο­νται. Ο άνθρωπος της εποχής μας προ πολλού έπαψε να ε­λέγχει τον μι­κρό­κοσμό του, διότι με την τηλεόραση μέσα στο σπίτι, ο μεγάκοσμος εγκα­τα­στάθηκε εντός του και κυριάρχησε σε βάρος του προ­­σω­πικού χώρου και χρόνου. Μια είδηση από την άκρη του κόσμου, με τις αναπό­φευ­κτες προε­κτά­­­σεις που δέχεται από τον παρουσιαστή, συνδέεται α­μέ­­σως από το υ­πο­κείμενο με προσωπικές κατα­στά­σεις και λίγο ή πολύ ω­θείται σε ταυ­τί­σεις. Για τον λόγο αυτό μπο­ρεί να αι­σθά­νεται κάποιος α­πει­λού­μενος από δι­ά­φορα ασύνδετα μεν γεγονότα, τα ο­ποία όμως μέ­σα του απο­τελούν ένα εύ­λογο οικο­δό­μημα, και να τον ωθούν  σε δρά­σεις. Όλα αυ­τά, ό­­πως κα­ταλα­βαί­νουμε, μπο­ρούν να παρωθήσουν τον άν­θρω­πο σε κα­τευ­θύν­σεις που σε φυ­σι­ο­λο­γι­κές συν­θήκες θα ήταν αδιανόητες. Η είδηση- πληρο­φο­ρία, λοι­­πόν, με την ερ­μη­νευ­τική που εμπε­ρι­έχει, είναι ένα εργαλείο που μπορεί να δι­αγεί­ρει ή να α­πο­κοιμήσει, και στις δύο περι­πτώσεις πάντως να κινη­το­­ποι­ήσει το υποκείμενο με την ιδέα ότι δρα αυ­τόνομα. Ο διαχω­ρι­σμός του κόσμου σε καλούς και κακούς, και η συν­ε­παγόμενη ταύτιση του υπο­κει­μένου, στις η­μέ­ρες μας αποτελεί την κύρια φροντί­δα των ΜΜΕ· έτσι, λοιπόν, έχεις πάρει θέ­­ση εξαρχής και βρί­σκεσαι σε εμπό­­λε­μη κα­τά­­στα­ση με όλο τον κό­σμο δίχως να ξέρεις γιατί.

  Αν κλείσουμε τον άνθρωπο μέσα στο σπίτι του και τον καθηλώ­σουμε εμπρός στην τηλεόραση, μέσα από την οποία θα θεάται τον κόσμο, τότε ελέγχουμε τα πάντα. Ε­λέ­γχοντας τις εισροές, ελέγχονται και οι εκροές· οι ιδέες που εισάγει και οι αντιδράσεις που εκδηλώνει το υποκείμενο, ή με άλ­λη ορολογία ο καταναλωτής, είναι συνεπώς δι­α­χειρίσιμες. Η τηλε­ό­ρα­ση εκ πρώ­της όψεως φαίνεται να μην αποκλείει την δική μας άπο­ψη, αλ­λά ουσιαστικά επιβάλλει μια κυριάρχη ερμη­­νεία, την οποία δύσκο­λα η α­παί­δευτη σκέψη αμ­φισβητεί· μας εντυ­πώνεται μια άποψη του κόσμου με απαι­­τή­σεις ολο­κλη­ρω­τικές. Εγκα­θί­σταται μέσα μας μια (προ)καθο­ρι­σμένη εικόνα της αν­θρώ­πι­νης φύσης και της κοινωνίας, η οποία ελάχιστα σχε­τίζεται με τον εμπειρικό μας κό­σμο, την θεωρούμε όμως ως οικεία, δική μας, γιατί έχουμε εθισθεί. Οι πρα­γμα­τικές εμπειρίες μας συγχέ­­ονται με τις «εικονικές», έ­τσι ώστε ο­τι­δή­πο­τε ανα­γνωρίζουμε ως οικείο, αντα­νακλαστικά τείνουμε να το οραμα­τι­ζό­μα­στε με την βοή­θεια εικόνων που βρίσκονται ήδη μέσα στο μυ­αλό μας. Με άλ­­λα λόγια, τα μά­τια δεν βλέ­πουν, αλλά καθρεφτίζουν αυτό που έχουμε μέ­σα μας. Κα­­νείς μας όμως δεν βλέπει μέσα σε μια γενί­κευση, παραπέρα από το ση­μείο μέχρι το ο­ποίο εκ­τείνεται η δική του λε­πτο­με­ρει­ακή γνώση. Ο μικρό­κο­σμός μας ουσιαστικά ορίζει τον κόσμο και τον μεγάκοσμό μας και το μέ­τρο συγκρί­σεως των απά­ντων είναι αυτό που κρατούμε στο χέρι μας, το τη­λε­κοντρόλ!

  Στην διαμόρ­φωση των στερεοτύπων μας έχουν συντε­­λέσει πολλοί, κυρίως όμως Εμείς, όχι τόσο θετικά, όσο αρνητικά, με την ο­λι­γω­ρία ή την οκνηρία μας. Ό­ταν δεν δίνουμε εγκαίρως την δική μας ερμη­νεί­α στον κόσμο αναπό­φευ­κτα τότε μέ­νου­με ηθικά απρο­σα­να­τόλιστοι και  δανει­ζό­μα­στε εσπευ­σμέ­να ό,τι πρό­­χειρο και δια­θέ­σιμο κυ­κλο­φορεί στο περι­βάλ­λον μας προκειμένου να οργα­νώ­σουμε τον ε­αυ­τό μας. Αυτό, πολύ καλά περιγράφει ο ήρωας του Ίψεν στο έργο, Τα άσπρα άλογα ή Ρό­σμερ­­σ­χολμ, «εί­μαι πολύ στε­γνός, μα πάρα πολύ στεγνός· δίνω όσο, όσο έστω και για έ­να ζευ­γάρι με­τα­χει­ρι­σμέ­να ιδανικά!». Έτσι, λοιπόν, αφού έχουμε αποικισθεί από ξέ­νες ιδέες, φο-βίες και αγωνίες, οι οποίες ό­μως εκφρά­ζουν εμάς, ζούμε σ? ένα φαύλο κύ­κλο, όπου ­οτι­­δή­πο­τε φοβάται κα­νείς ταυτόχρονα είναι κι η αι­τία κά­θε άλλου πρά­γμα­­τος που φοβά­ται! Παρομοίως, όταν μισούμε βίαια κάτι τι, τότε συσχε­τί­ζου­με πρό­θυ­μα με αυ­τό, σαν αιτία ή σαν α­πο­­τέ­λεσμα, την πλειονότητα των άλ­λων πραγμάτων που μι­σού­με ή φο­­βό­­­μα­στε.

  Η δια­χεί­ριση των φοβιών και των αγωνιών είναι το βασικό εργαλείο χει­ρα­­­γω­­γή­σεως των ανθρώπων από την μια, ταυτόχρονα δε και η μεγα­λύτερη βιο­μη­χα­νία επί της γης! ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ! Η πι­­θα­νό­­τη­τα ενός «κα­κού», μιας συμφοράς, με κατάλ­ληλο χειρισμό αναδεικνύεται σε βε­βαιό­τη­τα, με αποτέλε­σμα το υποκεί­μενο απε­γνω­σμένα να ανα­ζη­τεί δι­έ­ξοδος και χείρα βοη­θείας και τότε ως από μη­χα­νής θεός εμ­φα­νίζεται η λύ­ση από τις παντοειδείς ασφαλιστι­κές εται­ρείες! Το σύστημα μας ελέγχει από τη στιγμή που γινόμαστε όλοι το ίδιο! Με τον φόβο, ή τις φοβίες, ισοπεδωνό­μα­στε όλοι, διότι γινόμαστε ευάλωτοι και διαχειρήσιμοι.Το πεδίο της μάχης, λοιπόν, εί­ναι πάντοτε το αυτό· ο νους του αν­θρώπου και μόνον. Ο ε­χθρός δεν είναι έ­ξω από ε­μάς, αλλά μέσα μας· το θηρίο του φόβου φωλιάζει εντός μαw· γι αυτό προ­σευ­χό­μα­στε, «?πό φοβο? ?χθρο? ?ξελο? τήν ψυχήν» (Ψαλμ. 63,2).

 Το αντίδοτο στην χειραγώγηση αυτή είναι ο καθαρός και φωτισμένος νους· η ζω­ντανή φαντασία η οποία αναδομεί, μετασχη­μα­τίζει το πρα­γματικό χωρίς να φτιάχνει λο­γικά σχήματα· δεν υποκύπτει στη δικτα­τορία της ευλογοφάνειας και του συλλο­γι­κού γούστου· ανοίγεται στον κό­σμο δίχως προκαταλείψεις και φοβίες και διαλέγεται. Η παρατήρηση του ποιητή θα εί­ναι πάντα επί­και­ρη, «έχε το νου σου μην και χαθεί το δοχείο της φαντασίας σου. Δεν θα σου μείνει μήτε Αϊ­ν­στάιν μήτε Άγιος Χαράλαμπος» (Ελύτης).

 

          Αρχιμ. Παντελεήμων ?Γ. Τσορμπατζόγλου Δρ. Θ.

 

 

 

ΕκτύπωσηΔιεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΗΜΟΝΗΣΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗΣ

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΗΜΟΝΗΣΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗΣ

Είμαστε αυτό που σκεφτόμαστε.

Γινόμαστε αυτό που πιστεύουμε .

Η ζωή μας  είναι αυτό που οραματιζόμαστε

Η ζωή μας είναι αυτό που αποφασίζουμε.

Μπορούμε να αλλάξουμε τη ζωή μας αλλάζοντας τις σκέψεις μας.

Οι σκέψεις και τα λόγια μας είναι πανίσχυρα.

Ανάλογα με τις σκέψεις που κάνουμε  και τα λόγια που λέμε πλάθουμε τη ζωή μας.

Μόνον εμείς έχουμε τον απόλυτο έλεγχο των σκέψεων και των λόγων μας,

επειδή μόνον εμείς ορίζουμε τη σκέψη μας·

κι αυτός είναι ο λόγος που είμαστε τόσο δυνατοί. 

 

1. Ας σημειώσουμε εξαρχής προς αποφυγή παρεξηγήσεων ότι οι όροι θλίψη- κατάθλιψη στο κείμενο αυτό χρησιμοποι­ού­νται περισσό­τε­ρο με την εμπει­ρι­κή σημασία τους παρά με την κλι­νι­κή. 

2. Επειδή η διάγνωση δεν γίνεται με εργαστηριακό τρόπο και βασίζεται στην συμπτω­μα­το­λογία, συμβαίνει πολλές από τις παραπάνω έννοιες να επικαλύπτονται, με συνέπεια να προ­κα­λείται σύγχυση.

 

1. Ηδονή και οδύνη.

        

Οι λέξεις είναι σαν τα βαγόνια του τραίνου, τα οποία είναι άδεια και εμείς τα γεμίζουμε, δηλ. με τις έννοιες που προσδίδουμε στις λέξεις διότι η λέξη εκ­φρά­ζει ένα νόημα. Γι αυτό πριν από κάθε συζήτηση καλό θα ήταν να δούμε τι εν­νοούμε με τις λέξεις θλί­ψη και κατάθλιψη. Κι οι δύο λέ­ξεις περιέχουν την θλί­ψη που θα πει σφίξιμο, συ­μπί­εση, συντριβή, όπως για παράδειγμα η πίεση, θλίψη, των ελαιοκάρπων δίνει το λάδι και η θλίψη του μετάλλου δίνει το σχήμα· έτσι, λοι­πόν, στην πιο βαρεία εκδοχή της θλί­ψεως, με ό­λες τις παραπάνω σημα­σί­ες, έχουμε την κα­τά­θλι­ψη. Αυτά σε επίπεδο εν­νοι­ών, γιατί στην πρά­ξη χρησι­μο­ποι­ούμε τις λέξεις αυτές για να περι­γρά­ψουμε εσωτερικές κα­ταστάσεις, ο­πότε και το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι, η θλίψη ως απλή πίεση και η κατά­θλι­ψη ως υπερβολική και παρατεταμένη πίεση, τι είδους δυνάμεις εκφρά­ζουν και τέλος που και πως ασκούνται.

Στο σημείο αυτό ανακαλύπτουμε ότι οι λέξεις έχουν μεταφορική σημασία και εκφράζουν μια κατάσταση ή ένα συναίσθημα που παρομοι­άζεται με τα πα­ρα­πάνω. Δώ­σαμε το όνομα αυτό, θλίψη, στο συναίσθημα της εσω­τε­ρικής πιέσεως που δο­κιμάζουμε όταν δεν αι­σθανόμαστε καλά, ό­ταν φόβοι μας κατακλύζουν, όταν βι­ώνουμε την απώ­λει­α ή την α­πο­­τυ­χία. Πολλές φορές τα συν­αί­σθημα αυτό διαρ­κεί και βλέπουμε να μας ε­πη­­ρεάζει σε ό­λες τις δραστηριότητες της ζωής και τε­λι­κά να δίνει άλλο χρώμα και τά­ση στην ζωή μας ό­λη και τότε μιλούμε για κατάθλιψη.

Στην καθομιλουμένη, λοιπόν, όταν λέμε ότι «σήμερα έχω κατά­θλιψη», «εί­μαι στε­να­χω­ρη­μένος», «νιώθω λυπημένος», «δεν έχω κέφι», «αυτός ο άνθρωπος σου φέρνει κα­τά­θλιψη» ή «νι­ώ­­­θω μελαγχολικά», στην ουσία αναφερόμαστε σε μια κατάσταση που έχει να κά­­νει με την δι­ά­θεσή μας. Η διάθε­ση είναι ένα συναί­σθημα και γι' αυτό συνήθως χρη­σι­μοποιούμε τον όρο «νι­ώ­θω» για να το περι­γρά­ψου­με. Η διάθεσή μας είναι καταθλιπτική ή μελαγχολική όταν εί­μαστε λυ­πη­μένοι για κάτι.

Το αντίθετό της θεωρούμε ότι είναι η χαρά ή η ευ­τυχία. Μπορούμε, λοι­πόν, να δούμε ότι υ­πάρ­χει μια κλίμακα διαβάθμισης που στο ένα άκρο έχει την χα­­ρά και στο άλλο την λύπη. Όσο πιο κο­ντά βρισκό­μαστε προς την τελευταία τό­σο πιο στενα­χωρη­μένοι νιώθουμε, τόσο πιο με­λαγχο­λικά και καταθλιπτικά αι­σθα­­νόμαστε.

  Για όλα αυτά υποφέρουμε και πάσχουμε, ή με άλλα λόγια θλι­βό­μαστε· αι­σθανόμαστε δηλ. «ά­βολα» και μια ακαθό­ρι­στη εσωτερική πί­ε­ση, η οποία άλλοτε είναι πρό­σκαι­­ρη ή παρατετα­μένη· το τε­λευταίο εί­ναι αυτό που χρωματίζει τελικά και διακρίνει την θλίψη από την κατά­θλι­ψη. Γιατί, όμως, όλα αυτά, ή κατά την διατύπωση του απ. Ιακώβου του αδελφοθέου, «π?­θεν π?λεμοι κα? μ?χαι ?ν ?μ?ν;» (4,1)

 Την απάντηση που δίνει ο απόστολος Ιάκωβος, υπό μορφήν ερωτήσεως πάλι, είναι ότι όλα αυτά προέρ­χο­νται, «?κ τ?ν ?δον?ν ?μ?ν τ?ν στρα­τευ­ο­μ?­νων ?ν το?ς μ?λεσιν ?μ?ν; ?πιθυμε?τε, κα? ο?κ ?­χετε? φο­νε?ετε κα? ζη­λο?τε, κα? ο? δ?νασθε ?πιτυχε?ν? μ?χεσθαι κα? πολεμε?τε, κα? ο?κ ?χετε, δι? τ? μ? α?­τε?σθαι ?μ?ς» (Ιακ. 4,1-3), υπογραμ­μί­ζοντας έτσι την βα­σι­κή αιτία της μόνιμης και δι­ά­χυτης δυσαρέσκειας, η οποία προ­έρ­χεται α­πό τις αλλεπάλληλες ματαιώσεις, αποτυχίες, όλων των στό­χων και επι­δι­ώ­ξε­ων διότι πηγάζουν από την φιλαυ­τί­α και τον ναρκισσισμό μας. Η άρνηση του πό­νου για την επίτευξη του σκοπού μας, η οκνη­­ρία (όκνους αίρω), οδηγεί στην πονηρία (πόνους αίρω), και καταλήγει στην ματαί­ω­ση, διότι «α?τε?τε κα? ο? λαμβ?νετε, δι?τι κακ?ς α?τε?σθε, ?να ?ν τα?ς ?­δο­να?ς ?μ?ν δαπα­ν?­σητε», (Ιακ. 4, 4). Η συνέπεια, λοιπόν, όλων αυ­τών είναι μια μόνιμη κα­τάθλιψη για όλα όσα βιώνουμε ως ματαίωση. Ο φίλαυτος άν­θρω­πος διο­γκώ­νεται με «παρα­μύ­θια», υ­πε­ρη­φα­νεύεται για αυτά που δεν έχει και ύ­στερα όταν απο­τυ­χαίνει να «κτί­­σει τα σύν­νεφα» πέφτει σε βαθεία μελα­γχολία. Ο απ. Ιάκωβος με πολλή ενάρ­γεια χαρα­κτη­ρίζει τους ανθρώ­πους αυτούς ως δί­ψυχους, που είναι και η πρω­ιμότερη περιγραφή της διπολικής δια­ταραχής, ή μα­νι­ο­καταθλίψεως διαφορετικά, «? Θε?ς ?περηφ?νοις ?ντιτ?σ­σε­ται, ταπε­ι­νο?ς δ? δ­?δωσι χ?ριν.... κα­θα­ρ?­σατε χε?ρας ?μαρ­τωλο? κα? ?γν?σατε καρδ?ας δ?ψυχοι. Τα­λαι­­πωρ?σατε κα? πεν­θ?σατε κα? κλα?­σατε? ? γ?λως ?μ?ν ε?ς π?νθος μεταστρα­φ?­τω κα? ? χαρ? ε?ς κατ?φειαν. Τα­πει­ν?θητε ?ν?πιον το? Κυ­ρ?ου, κα? ?ψ?σει ?­μ?ς.( 4,6-10)[1].

Κατά τον άγ. Μάξιμο Ομολογητή η ιστορία της πτώσεως του αν­θρώπου πε­ρι­­λαμ­βάνει τρία στάδια, προηγήθηκε η λήθη του Θεού, ο­ποία έ­φερε την οκνηρία[2] και τέλος ήρθε η πτώση. Από τότε ο μεταπτω­τι­κός άνθρωπος στην προσπάθεια του να πετύχει την η­δονή, να αισθανθεί κα­λά, αρ­νείται τον ανάλογο κόπο με συν­έπεια να βιώνει μονίμως την ο­δύ­νη της αποτυχίας του. Για τον λόγο αυτό ας μη κατηγο­ρούμ­­ε τον Θε­ό για τις απο­τυ­χίες μας: «μηδε?ς πειραζ?μενος λεγ?τω ?τι ?­π? Θεο? πει­ρ?­ζομαι? ? γ?ρ Θε?ς ?πε?ραστ?ς ?στι κακ?ν, πειρ?ζει δ? α?τ?ς ο?­δ?να. ?καστος δ? πει­ρ?ζεται ?π? τ?ς ?δ?ας ?πιθυμ?ας ?ξελκ?μενος κα? δε­λε­α­ζ?­μενος? ε?τα ? ?πιθυμ?α συλλαβο?σα τ?κτει ?­μαρτ?αν, ? δ? ?­μαρ­τ?α ?­ποτελεσθε?σα ?ποκ?ει θ?νατον», (Ια­κ.1,13-15).

Ο άνθρωπος μπορεί να βγει από αυτόν τον φαύλο κύκλο μόνον αν πη­δήξει έξω από τον κύκλο αυτό· να πάψει, δηλ. να ρωτά το γιατί και να αναζητήσει το νόημα όλων αυτών που συμ­βαίνουν, το οποίο φυσικά α­παι­τεί προοπτική και βάθος στο ορίζοντα της φαντασίας μας: «μακ?­ρι­ος ?ν?ρ ?ς ?πομ?νει πειρασμ?ν? ?τι δ?κιμος γεν?μενος λ?ψεται τ?ν στ?φανον τ?ς ζω?ς, ?ν ?πηγ­γε?­λατο ? Κ?ριος το?ς ?γαπ?σιν α?τ?ν» (Ιακ. 1-12). Για τον λόγο αυτό πιστεύω ότι ο τρόπος που αντιμε­τω­πί­­­ζουμε τα τραυματικά γεγονότα της ζωής μας και πως βιώνουμε τις θλί­­­ψεις προδικάζει πως θα αντιμετωπίσουμε και τις καταθλιπτικές κρί­σεις[3]. Έτσι, λοιπόν, «διαλέγουμε τις χαρές μας και τις θλίψεις μας πολύ πριν τις γευτούμε»[4].

Την δύναμη στον άνθρωπο να μπορεί να θέλει και όχι μονον να εύ­χε­ται, διότι βού­λομαι θα πει θέλω και πράττω προς τούτο, είναι δώρο του εναν­θρω­πί­σαντος Ιη­σού Χρι­στού ο οποίος ως τέ­λει­ος Θεός και Άν­θρω­­πος, έχοντας πλήρη την Θεία και Ανθρώπινη θέληση δίνει την δύ­ναμη στον άνθρω­πο να μπορεί να θέλει.....

 

 2. Η λύση του δράματος

 

Από την αρχή της επί γης παρουσίας του Ιησού Χριστού ο πόνος και η θλίψη τον συνόδευαν. Ολίγων μηνών στην ζωή και με τους γονείς του κατέφυγαν στην Αίγυπτο για να σωθούν από την εκδίκηση του Η­ρώ­δη ο οποίος ξέσπασε στην σφαγή των άλλων νηπίων της Βηθλεέμ. Έ­ζησε την προσφυγιά και την εξορία από μικρός... σαν παιδί μεγάλωσε με όλα τα «μη» που μεγάλωνε ένα παιδί της ηλικία του στην Παλαιστίνη. Γι­α να φθάσουμε στην εποχή της δημόσιας δράσης του... ας αναλογι­σθού­με τούτο μόνο, γιατί έκανε τόσα θαύματα... για να δείξει και απο­κα­λύψει κάτι, αλλά η βάση όλων ήταν η συμπόνια προς το δράμα του κά­θε ανθρώπου...αλλά για να συμπονέσει κανείς πρέπει πρώτα να πονέ­σει....και ο Ιησούς Χριστός από αγάπη που έγινε άνθρωπος για να σώσει τον άνθρωπο ανέλαβε προσωπικά την υπόθεση του κάθε ανθρώπου. Η έκ­φρα­ση ότι ο Χριστός είναι «? α?ρων τήν ?μαρτία το? κόσμου», πρω­τίστως δηλώνει ότι είναι αυτός που φορ­τώ­θηκε τον πόνο όλων μας... δι­ότι εί­δε την πεθερά του Πέτρου με πυρετό και την θεράπευσε, τον μονάκριβο γιο της χήρας της Ναϊν, την νεαρή κόρη του Ιαείρου, τους τυφλούς, τους παραλύτους, τους δαιμονι­σμένους, Ανέστησε τον Λάζαρο, χόρτασε τους πεινασμένους... έκλαψε για τον Λά­ζα­ρο, την Ιερουσαλήμ και στην Γεθ­ση­μανή για όλους τους ανθρώπους. Κι ας μη ξε­χνά­με, ότι «η α­γάπη της μητέ­ρας του Ιούδα για τον γιο της μήπως ήταν μικρότερη απ την αγάπη της Μαρίας για τον Ιησού», όταν είδε η πρώτη το παιδί της στο δέν­δρο κρεμασμένο κι η δεύτερη στο σταυρό μή­πως πόνεσαν ένιωσαν δια­φο­ρε­τικής ποιότητας πόνο; Γι αυτό μερίμνησε για την μητέρα του πάνω από τον σταυ­ρό ...στον Ιωάννη... «?δού ? μήτηρ σου»! Στην θέση του κάθε πονεμένου έβαλε τον εαυτό Του και άφησε παραγγελία στους μαθητές του ό,τι κι αν κάνουν σε κάθε έναν από τους ε­λαχίστους το κάνουν σ? Αυτόν (Ματθ. 25,31-46).

Οι θαυμαστές θεραπείες δεν είναι τίποτα άλλο από την πόρτα που ανοί­γει σ? έναν άλλο κόσμο. Μας δείχνει ο Χριστός πως θέλει τον άν­θρωπο. Από το πρόβλημα του ο κάθε άνθρωπος μπορεί να βγει φτά­νει να πιστεύει...όπως εκείνοι έλαβαν την θαυμαστική και ανέλπιστη θε­ρα­πεία επειδή πίστευαν ότι μπορεί να τους σώσει, έτσι κι ο κάθε ένας ΟΤΑΝ πιστεύει λαμβάνει.

        

Η θλίψη, επίσης, ήταν εξαρχής ο μόνιμος σύντροφος της ζωής της Εκ­κλησίας και των Χρι­στι­ανών, και παρακαλώ αδίκως και αναιτίως.... ε­πειδή ή­θελαν να είναι Χριστιανοί[5]. Ο τρόπος με τον ο­ποίο αντιμετώ­πι­σαν οι Χριστιανοί την θλίψη και τα βάσανα, τους διωγμούς, τις εξορίες και τον θάνατο δίνει τις διαστάσεις του νέου ήθους που επαγγέλλεται ο Χριστός με την Εκκλησία του στον κόσμο. Ενώ, «?γ?νετο δ? ?ν ?κε?ν? τ? ?μ?ρ? διωγμ?ς μ?γας ?π? τ?ν ?κκλησ?αν τ?ν ?ν ?Ιε­ρο­σο­λ?μοις? π?ντες δ? διεσπ?ρησαν κατ? τ?ς χ?ρας τ?ς ?Ιουδα?ας κα? Σα­μα­ρε?ας, πλ?ν τ?ν ?ποστ?λων. συνεκ?μισαν δ? τ?ν Στ?φανον ?νδρες ε?λαβε?ς κα? ?πο?ησαν κοπετ?ν μ?γαν ?π? α?τ?. Σα?λος δ? ?­λυ­­μα?νετο τ?ν ?κκλησ?αν κατ? το?ς ο?κους ε?σπορευ?μενος, σ?ρων τε ?νδρας κα? γυνα?κας πα­ρε­δ?δου ε?ς φυλακ?ν», η Εκκλησία αντέ­δρα­σε με τρόπο πρω­τόγνωρο: «o? μ?ν ο?ν διασπά­ρ?ν­τες δι­?λ­­θον ε?αγ­γε­λι­ζ?μενοι τ?ν λ?γον» (Πράξ. 8,1-4). Και παρακάτω όταν, «κατ? ?κε?νον δ? τ?ν καιρ?ν ?π?βαλεν ?Ηρ?δης ? βασιλε?ς τ?ς χε?­ρας κακ?σα? τι­νας τ?ν ?π? τ?ς ?κκλησ?ας. ?νε?λε δ? ?Ι?­κω­βον τ?ν ?δελ­φ?ν ?Ι­ω?ν­νου μα­χα?ρ?. κα? ?δ?ν ?τι ?ρεστ?ν ?στι το?ς ?Ιου­δα?οις, προσ?­θετο συλ­­λα­βε?ν κα? Π?­τρον? ?σαν δ? α? ?μ?ραι τ?ν ?­ζ?μων? ?ν κα? πι?σας ?θετο ε?ς φυλα­κ?ν, παραδο?ς τ?σ­σαρ­­σι τε­τρα­δ?οις στρα­τιωτ?ν φυλ?σσειν α?τ?ν, βουλ?μενος μετ? τ? π?σχα ?ναγαγε?ν α?­τ?ν τ? λα?. ? μ?ν ο?ν Π?τρος ?τηρε?το ?ν τ? φυ­λακ?», η Εκκλησία πά­λι, «προσευχ? δ? ?ν ?κτεν?ς γινο­μ?νη ?π? τ?ς ?κκλη­σ?ας πρ?ς τ?ν Θε?ν ?π?ρ α?το?». (Πράξ. 12,1-5).

 

Αν και ο πόνος και τα προβλήματα είναι σύμφυτα με την ζωή του αν­θρώ­που, ο τρό­πος αντιμε­τω­πίσεως δεν είναι ίδιος απ? όλους τους ανθρώπους· έτσι, λοιπόν, αυτά που για άλλους θεω­ρού­νται κατάρα, από κάποιους άλλους, λιγό­τερους, εκτιμώνται σαν αφορμή, σαν ένα παράθυρο για να δουν μια άλλη πραγμα­τι­κό­τητα. Η νέα, διαφορετική θεώ­ρη­ση, των Χριστιανών ορίζε­ται από τον απ. Παύλο με την παρακάτω περιγραφή. Τα γεγονότα, «ο? γ?ρ θ?λομεν ?μ?ς ?γνοε?ν, ?­δελ­φο?, ?π?ρ τ?ς θλ?ψεως ?μ?ν τ?ς γενομ?νης ?μ?ν ?ν τ? ?Ασ??, ?τι καθ? ?περβολ?ν ?βαρ?θημεν ?π?ρ δ?ναμιν, ?στε ?ξαπορη­θ?­ναι ?μ?ς κα? το? ζ?ν» και η διαφορετική θεώρηση, «?λλ? α?το? ?ν ?αυτο?ς τ? ?π?κριμα το? θαν?του ?σχ?καμεν, ?να μ? πεποιθ?τες ?μεν ?φ? ?αυ­το?ς, ?λλ? ?π? τ? Θε? τ? ?γε?ροντι το?ς νεκρο?ς? ?ς ?κ τηλικο?του θα­ν?­του ?ρρ?σατο ?μ?ς κα? ??εται, ε?ς ?ν ?λπ?καμεν ?τι κα? ?τι ??σεται», (Β? Κορ. 1,8-10).

Ο απ. Παύλος μας δίνει με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο το εύρος του φά­σματος του πόνου και της θλίψεως, αλλά και το διάφορο τρόπο αντιμετωπίσεως. Ό­ταν δηλ. γρά­φει στους (Β?) Κοριν­θί­ους ότι «?ν παντ? θλι­β?­μενοι ?λλ? ο? στ­ε­νο­χωρο?μενοι, ?πορο?­μενοι ?λλ? ο?κ ?ξαπο­ρο?­­μενοι δι­ω­κ?μενοι ?λλ? ο?κ ?γκα­ταλειπ?μενοι, κατα­βαλ­λ?μενοι ?λλ? ο?κ ?πολλ?μενοι» (4,8?9), δεν κάνει τί­πο­­τα άλ­λο από το να περι­γρά­φει αυτό που ζού­με όλοι μας. Αλλά, δεν εγκλωβίζεται στο πρό­βλη­μα, με συν­έ­πεια η θλίψη να μη τον οδηγεί στην κατάθλιψη, η απορία- το αδι­έ­­ξο­δο να μη τον ο­­δη­γεί στην από­γνωση, οι δι­ώξεις και ο κατατρεγμός να μη προ­καλούν το συναίσθημα της απορ­ρί­ψεως και της εγκα­ταλείψεως, πρώ­τα σαν αίσθημα και ύστερα σαν γεγονός, και τέλος η εξου­θένωση από τους αντι­πά­λους να μην οδη­γεί στην εσωτερική συντριβή και την εξό­ντωση.

Με δυο λόγια η θλίψη, πρώτα σαν συναί­σθημα που προκα­λεί­ται από την εξω­τε­ρι­κή δράση του αντι­πάλου, μπο­ρεί να επιφέρει την κα­τάρ­ρευση του εσω­τερικού μετώπου, και τότε ως κα­­τά­θλιψη να οδηγή­σει στην εξωτερική επιβε­βαι­ω­τική πράξη του θα­νάτου. Πρώ­τα κάποιος παύ­ει να ζει εσω­­τερικά, παραιτείται, κι ύστερα φαί­νονται οι ε­ξω­τερικές συν­έπειες του θανάτου... Για τον λόγο αυτό δεν υ­πάρχει «αντικειμε­νι­κή» αντι­μετώπιση των προβλημάτων της ζωής· δηλ. δεν μπο­ρεί κανείς να προδικάσει την αντίδραση του υποκείμενου σ? έ­να τραυματικό γεγο­νός της ζωής όσο και να συμπίπτει με ένα άλλο γε­γονός της ζωής κάποι­ου άλλου συνανθρώπου μας, ή άλλης συ­γκυ­­ρίας της ζωής του ίδιου. Δεν έ­χουν τόσο σημασία τα γεγονότα, όσο η ποι­ό­τη­τα αντιδρά­σεως του υποκεί­μενου. Ο άνθρω­πος που πιστεύει έχει άλλη ποι­ότητα και δύναμη ζωής από έναν άλλο που δεν βλέ­πει ορίζοντα και νόημα σ? ό,τι βιώνει. Η προ­τροπή του Χριστού, «δε?τε πρ?ς με π?ν­τες ο? κοπι?ντες κα? πε­φορτισμ?νοι, κ?γ? ?ναπα?σω ?μ?ς. ?ρατε τ?ν ζυ­γ?ν μου ?φ? ?­μ?ς κα? μ?­θε­τε ?π? ?μο?, ?τι πρ??ς ε?μι κα? τα­πει­ν?ς τ? καρδ?? κα? ε?­ρ?­σετε ?ν?παυσιν τα?ς ψυχα?ς ?μ?ν? ? γ?ρ ζυ­γ?ς μου χρηστ?ς κα? τ? φορ­τ?ον μου ?λαφρ?ν ?στιν», (Ματθ. 11,28-30),  σαφώς εισ­ά­γει μια άλλη προ­ο­πτική ζωής. 

Τα κύρια χαρακτηριστικά της νέας προο­πτι­κής είναι η γενναιό­τη­τα και ο ρεαλισμός. Δεν κλεί­νουμε τα μάτια στα προ­βλήματα και στις δυσκολίες, αλ­λά τα αντιμε­τω­πίζουμε με «άλλον α­έ­ρα»... την προοπτική της Αναστάσεως... και όλα αυτά φυσικά μό­νο για ό­σους Τον πιστεύουν.... «κά­θε θλίψη ελέγχει την κλίση του θελήματος, αν κλίνει στα δεξιά ή στα αριστερά. Γι? αυτό η θλί­ψη που μας συμβαίνει λέγεται πειρασμός, επειδή παρέχει πείρα, δηλαδή φανερώνει στον θλι­βό­μενο τα κρυφά θελήματά του»[6].

 

 Τελειώνοντας, θα δανειζόμουν την διατύπωση του Wittgenstein, ότι «η δουλειά του φιλο­σό­φου είναι να μάθει στη μύγα πως να βγει από το μπουκάλι» και να πω ότι πάντοτε υπάρχει δυ­να­τότητα, δρόμος και τρό­πος να μάθουμε να βγαί­νουμε από την κατάθλιψη αρκεί να τολ­μή­σου­με... γιατί «μπορεί κανείς να φυλα­κιστεί σ? ένα δωμάτιο με ξεκλεί­δω­τη πόρτα, αν τυχόν η πόρτα ανοίγει προς τα μέσα, και δεν του περνάει απ? το μυαλό να τραβήξει, αντί να σπρώχνει»[7].

Αφού ο Χριστός αναστήθηκε δεν υπάρχουν άλυτα προβλήματα, το οποίο πάει να πει ότι με την Ανάσταση του Χριστού δεν υπάρχει χώ­ρος για την υπαρ­ξι­ακή μας απώλεια και η θλίψη για τον θάνατο δεν εκ­φυ­­λίζεται ποτέ σε κατάθλιψη μιας και δεν χάνεται τίποτα. Συνεπώς «θαρ­­ρο?ντες ο?ν π?ντοτε κα? ε?δ?τες ?τι ?ν­δη­μο?ν­τες ?ν τ? σ?ματι ?κδημο?μεν ?π? το? Κυρ?ου? δι? π?στεως γ?ρ πε­ρι­πατο?μεν, ο? δι? ε?δους?  θαρρο?μεν δ? κα? ε?δοκο?μεν μ?λλον ?κδημ?σαι ?κ το? σ?μα­τος κα? ?ν­δημ?σαι πρ?ς τ?ν Κ?ριον. δι? κα? φιλοτιμο?μεθα, ε?τε ?ν­δη­μο?ντες ε?τε ?κ­δημο?ντες, ε??­ρε­στοι α?τ? ε?ναι. το?ς γ?ρ π?ντας ?μ?ς φα­νερωθ?ναι δε? ?μπρο­σθεν το? β?ματος το? Χριστο?, ?να κο­μ?­σηται ?καστος τ? δι? το? σ?ματος πρ?ς ? ?πραξεν, ε?τε ?γαθ?ν ε?τε κακ?ν» (Β? Κορ. 5,6-10).

Το βάρος και το βάθος των προβλημάτων δεν είναι ικανά να πε­ρι­ο­ρίσουν το ο­ρίζοντα που ανοί­γει η Ανάσταση του Χριστού και το νέο ήθος που παρέχει η Απο­κάλυψη της νέας Ζωής: «?χομεν δ? τ?ν θη­σαυρ?ν το?τον ?ν ?στρακ?νοις σκε?εσιν, ?­να ? ?περβολ? τ?ς δυν?μεως ? το? Θεο? κα? μ? ?ξ ?μ?ν... π?ντοτε τ?ν ν?κρωσιν το? Κυρ?ου ?Ιησο? ?ν τ? σ?ματι περιφ?ροντες, ?να κα? ? ζω? το? ?Ιη­σο? ?ν τ? σ?­ματι ?μ?ν φανερωθ?. ?ε? γ?ρ ?με?ς ο? ζ?ντες ε?ς θ?νατον παρα­δι­δ?μεθα δι? ?Ιη­σο?ν, ?να κα? ? ζω? το? ?Ιησο? φανερωθ? ?ν τ? θνητ? σαρκ? ?μ?ν. ?στε ? μ?ν θ?νατος ?ν ?μ?ν ?νεργε?ται, ? δ? ζω? ?ν ?μ?ν... ε?δ?τες ?τι ? ?­γε­?­ρας τ?ν Κ?ριον ?Ιη­σο?ν κα? ?μ?ς δι? ?Ιησο? ?γερε? κα? παραστ?σει σ?ν ?μ?ν», (Β? Κορ. 4,7-14). Και ακόμη περισσότερο, «ε?τε δ? θλι­β?με­θα, ?π?ρ τ?ς ?μ?ν παρακλ?σεως κα? σωτηρ?ας τ?ς ?νεργουμ?νης ?ν ?πομον? τ?ν α?­τ?ν πα­θημ?των ?ν κα? ?με?ς π?­σχομεν, κα? ? ?λπ?ς ?μ?ν βεβα?α ?π?ρ ?μ?ν? ε?τε πα­ρακαλο?μεθα, ?π?ρ τ?ς ?μ?ν παρα­κλ?­σεως κα? σωτηρ?ας, ε?δ?τες ?τι ?σπερ κοινωνο? ?στε τ?ν παθημ?των, ο?τω κα? τ?ς παρα­κλ?­σεως», (Β? Κορ. 1,6-7).

 

  Την ειδοποιό διαφορά της κατά Θεόν θλίψεως και την κατά διά­βο­λον κατα­θλίψεως νομίζω ότι ζωηρότατα μας προσφέρουν τα δύο δι­αμε­τρικά αντί­θετα παρα­δείγματα του Φαρισαίου και του Τε­λώνη, και ακόμη καλύτερα Ιούδα και του Πέ­τρου[8]. Φαινο­μενι­κά και οι δύο πράξεις της αρ­νή­σεως και της προδοσίας μοιάζουν, αλ­λά μοιάζουν τόσο όσο να μην έχουν τίποτα κοινό! Η δια­φο­ρά ευρίσκεται στην ποι­ότητα της μεταμέλειας του Ιούδα που είναι μια πράξη νευρωτικής μα­ταί­ω­σης και καταλήγει στην αγχόνη και στην μετάνοια του Πέ­τρου που προέρχεται από βαθεία συν­τρι­βή και εσω­τερική μετάνοια. Ο Ιούδας αι­σθά­νεται ότι είναι αποτυχημένος, «ξοφλημένος» και ο Πέτρος ότι έσφαλλε και ζη­τεί αποκατάσταση, πρά­γμα που η νευρωτική στάση του Ιούδα θε­ω­ρεί αδια­νό­ητη.

  Στις διάφορες συνταγές που προσφέρονται από τους ειδικούς, νομίζω ότι η καλύτερη από τον γέροντα Πρφύριο, ο οποίος πολύ απλά συνιστα: «μην αγωνίζεσθε να διώξετε το σκοτάδι. Βρί­σκε­σθε στο σκοτάδι και θέ­λετε να απαλλαγείτε; Εσείς τι κάνετε; Διώχνετε με δύναμη το σκοτάδι, το χτυ­­πάτε, αλλ' αυτό δεν φεύγει. Θέλετε φως; Ανοίξτε μια τρυπίτσα και θα έλθει μια ακτίνα του ήλιου, θα έλθει το φως. Αντί να διώχνετε το σκοτάδι, αντί να διώχνετε τον εχθρό, να μην μπει μέσα σας, α­νοί­ξτε τα χέρια στην αγκάλη του Χριστού. Αυ­τός είναι ο πιο τέλειος τρόπος, να μην πολεμάτε, δη­λα­δή, απευθείας το κακό, αλ­λά να αγαπήσετε τον Χρι­στό, το φως Του, και το κακό θα υπο­χω­ρή­σει»[9].

Εκείνο που χρειάζεται, λοιπόν, δεν είναι να αλλάξουμε φάρμακα ή γιατρό, αλλά να αλλάξουμε στάση ζωής: «δεν μπορώ πια ν? ανα­γνω­ρίσω τον εαυτό μου μέσα σε όλα αυτά, παρά μόνον αν Εσύ είσαι ο συνεκτικός τους κρίκος και το κοινό μέτρο και το νόημα και αυτών κι ε­κείνων?δεν είναι στα μάτια μας παρά σκόρπια υλικά ΑΝ δεν τα διαποτίζει η παρουσία Σου, ώστε να μπορώ να διακρίνω».

 

Αρχιμ. Παντελεήμων ?Γ. Τσορμπατζόγλου Δρ. Θ.



[1]. Πρβλ. «?ν?ρ δ?ψυχος ?κατ?στατος ?ν π?σαις τα?ς ?δο?ς α?το?. καυχ?σθω δ? ? ?δελφ?ς ? ταπειν?ς ?ν τ? ?ψει α?το?, ? δ? πλο?σιος ?ν τ? ταπειν?σει α?το?, ?τι ?ς ?νθος χ?ρτου παρελε?σεται», Ιακ. 1,9-10.

[2]. Στην ελληνική και την ρωμαϊκή μυθολογία με το όνομα Όκνος είναι γνωστή μία θεότητα ή θνητός (αντιστοίχως) που προσωποποιούσε την νωθρότητα, την βραδύτητα και την ματαιοπονία (πρβλ. τα επίθετα οκνός, οκνηρός). Ο Ό­κνος μυθολογείται ως γιος της Μαντώς και του Τιβερίνου, ή ως γιος ή αδελφός του Αυλητή, ενώ αναφέρεται συχνά σε σχέση με τον Άδη. Κατά την παράδοση ίδρυσε την πόλη Μάντοβα ή τη Φελσίνα (τη σημερινή Μπολόνια, Βιρ­γί­λιος, Χ 198). Ο ζωγράφος Πολύγνωτος είχε απεικονίσει τον Όκνο στην «Λέσχη των Κνιδίων» στους Δελφούς. Σε αν­ά­γλυφο που βρίσκεται στο Βατικανό, ο θεός παριστάνεται ως μεσήλικας άνδρας που πλέκει ασταμάτητα ένα σχοι­νί, το οποίο κατατρώει συνεχώς ένας γάιδαρος που βρίσκεται δίπλα του. Η απασχόλησή του θυμίζει το μάταιο γέ­μι­σμα του «Πίθου των Δαναΐδων», μαζί με τις οποίες απεικονίζεται πολλές φορές ο Όκνος.

[3]. Πρβλ. H. Loo, Th.Gallada, Κατάθλιψη, έκδ.Τραυλός, Αθήνα 1998, σ. 65.

[4] . Χ. Γκιμπράν, Άμμος και αφρός, έκδ. Ιάμβλιχος, Αθήνα 1997, σ. 68.

[5]. «?Αναμιμν?σκεσθε δ? τ?ς πρ?τερον ?μ?ρας, ?ν α?ς φωτισθ?ντες πολλ?ν ?θλησιν ?πεμε?νατε παθημ?των, το?το μ?ν ?νειδισμο?ς τε κα? θλ?ψεσι θεατριζ?μενοι, το?το δ? κοινωνο? τ?ν ο?τως ?ναστρεφομ?νων γενηθ?ντες. κα? γ?ρ το?ς δεσμο?ς μου συνεπαθ?σατε κα? τ?ν ?ρπαγ?ν τ?ν ?παρ­χ?ντων ?μ?ν μετ? χαρ?ς προσεδ?ξασθε, γιν?σκοντες ?χειν ?ν ?αυτο?ς κρε?ττονα ?παρξιν ?ν ο?ρανο?ς κα? μ?νουσαν. Μ? ?ποβ?λητε ο?ν τ?ν παρρησ?αν ?μ?ν, ?τις ?χει μισθαπο­δο­σ?αν μεγ?λην. ?πομον?ς γ?ρ ?χετε χρε?αν, ?να τ? θ?λημα το? Θεο? ποι?σαντες κομ?σησθε τ?ν ?παγγελ?αν. ?τι γ?ρ μι­κρ?ν ?σον, ? ?ρχ?μενος ?ξει κα? ο? χρονιε?. ? δ? δ?καιος ?κ π?στεως ζ?σεται? κα? ??ν ?ποστε?ληται, ο?κ ε?δοκε? ? ψυχ? μου ?ν α?τ?. ?με?ς δ? ο?κ ?σμ?ν ?ποστολ?ς ε?ς ?π?λειαν, ?λλ? π?στεως ε?ς περιπο?ησιν ψυχ?ς», Εβρ. 10, 32-39.

 

[6]. Φιλοκαλία, 204· Άγιος Μάρκος ο Ασκητής, Τα 226 κεφάλαια περί αυτών που νομίζουν ότι δικαιώνονται από τα έργα τους.

[7] . Πολιτισμός & Αξίες, έκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2000, σ. 70.

[8]. I. Κορναράκης, «Βιβλικά Ψυχογραφήματα», Επιστη­μονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπι­στη­μίου Θεσσαλονίκης 19 (1975) σ. 48-64.

[9]. Βίος και Λόγοι, [Ι. Μ. Χρυ­σο­πη­γής], Χανιά 2003.

ΕκτύπωσηΔιεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου

Σύντομο ιστορικό Κρίκετ

Το κρίκετ εμφανίζεται ιστορικά στην Ελλάδα για πρώτη φορά στην Κέρκυρα, η οποία βρισκόταν υπό αγγλική κατοχή, στις 23 Απριλίου 1823 με ένα παιχνίδι ανάμεσα στους αξιωματικούς του Βρετανικού Ναυτικού. Από τη στιγμή αυτή και μετά χρειάστηκαν μόνο 12 χρόνια στους κερκυραίους για να μάθουν το παιχνίδι .
Το 1997 ιδρύθηκε η Ελληνική Ομοσπονδία Κρίκετ (ΕΛ.Ο.Κ.) η οποία με ειδικό νομοθετικό βούλευμα έχει σαν έδρα την Κέρκυρα. Κάθ? όλη τη διάρκεια του έτους διοργανώνονται Πανελλήνια πρωταθλήματα όλων των κατηγοριών  και τουρνουά διεθνούς εμβέλειας όπως το Διεθνές Σχολικό Τουρνουά με την συμμετοχή σχολικών ακαδημιών από όλο τον κόσμο , το Παγκόσμιο Τουρνουά Απόδημου Ελληνισμού «ΝΑΥΣΙΚΑ» με τη συμμετοχή Ομογενών από την Αυστραλία, τη Ν. Αφρική, την Μ. Βρετανία  και την Κύπρο αλλά και το παραδοσιακό Φεστιβάλ Κρίκετ προσελκύοντας ντόπιους και τουρίστες στο Λιστόν όπου πίνουν τον καφέ τους παρακολουθώντας τους αγώνες που διεξάγονται στην Κάτω Πλατεία, ίσως το ωραιότερο γήπεδο κρίκετ στο κόσμο.

ΕκτύπωσηΔιεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου